ἅλς (Α), ἁλός[ᾰ], ὁ, δοτ. πληθ. ἅλασιν· Λατ. SAL, τεμάχιο αλατιού, σε Ηρόδ.·
γενικά, αλάτι, συχνά στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο
αλατιού, σε Ηρόδ., Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
ἅλς (Β), ἁλός[ᾰ], ἡ, θάλασσα, σε Όμηρ.
«Σαράντα ζωγραφικά έργα δημιουργημένα από τη διεθνή εικαστικό Άννα Αχιλλέως-Staubli με εγκαυστική τεχνική ειδικά για τον χώρο του καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, επιχειρούν να συλλαβίσουν και να νοηματοδοτήσουν συμβολικά και πλαστικά τη θάλασσα ως ομηρική λέξη.
Ως κέλυφος και έμβιο παλίμψηστο μαγικό περιεχόμενο. Ως θριαμβική αρχέγονη πηγή ζωής, ως διάπλου πολιτισμού και επικοινωνίας. Να την κατανοήσουν και να την τραγουδήσουν ως
Θάλασσα μικρή και ως ωκεανό, ως μύρα μαγική, ως πόρο και ως πόντο
ανεξάντλητο, ως ζάλη και γαλήνη.