Το ανεξίτηλο μοτίβο και η λιγοθυμιά της μνήμης στο έργο της Αννας Αχιλλέως Stäubli
Προτείνοντας ως τίτλο και, κυρίως, ως πεδίο έρευνας και δημιουργίας το δύσκολα αποδιδόμενο με κυριολεκτική, μεταφορική και εννοιολογική ακρίβεια στα ελληνικά γαλλικό λογοπαίγνιο «Sensations Imprimés» (Εμπριμέ Αισθήσεις), η Άννα Αχιλλέως Stäubli που ζει και εργάζεται ανάμεσα στην Ελβετία και την Κύπρο, ανασκάπτει με αναβλύζον ταλέντο και πείσμονα, αριστοτεχνική τεχνική τα θαλερά παρτέρια της δικής της και της δικής μας νοσταλγίας.
Στον εγκαυστικό ζωγραφισμένο Παράδεισο των λευκών γιασεμιών και των αμάραντων άγριων ρόδων, στους λαβυρίνθους των χρυσανθέμων και στις κοίτες των υάκινθων, ξαναφυτεύει τις ρίζες και τους βλαστούς μιας σιωπηλής αλλά εύγλωττης αυτοβιογραφίας. Στα ιαματικά πέταλα της αρχαίας παιώνιας του Τροόδους, στα άνυδρα χαμομηλάκια της άμμου με τη μνήμη των Τάφων των Βασιλέων και στους υπνωτιστικούς οπτικούς φράκτες των αιχμηρών μα ευάλωτων αυτοαναφορικών μπλε αγκαθιών, ανασυνθέτει τα βήματα μιας επισφαλούς αλλά παθιασμένης νεότητας, ανασκάπτει τα εύκρατα συστατικά του γενέθλιου τόπου της, ανασταίνει τα μύρα μιας αρχέγονης και σπαρακτικής πατριδογνωσίας.
Η πυκνή αφήγηση της ζωγραφικής της ξεκινά από το γόνιμο περιβόλι των παιδικών της χρόνων, οργώνει τη μνήμη σαν το τσαπί στο χωράφι της αρχετυπικής γιαγιάς της, τρυπώνει σαν ένα μικρό παιδί ανάμεσα στους οικογενειακούς αργαλειούς και κάτω από τα κλαρωτά καθημερινά φουστάνια των γυναικών της παλιάς γειτονιάς στην Πάφο. Στα έργα της, η νοερή διαδικασία της ύφανσης, ξεκινώντας από τη ζώσα μνήμη οικόσιτων μεταξοσκώληκων και ατέρμονων χειροποίητων νημάτων, πλέκει γραμμές, συστάδες και διάκενα από χρώμα και από κερί, γεννώντας στη στιλπνή επιφάνεια του ξύλου ή του καμβά περίτεχνα φιδωτά μοτίβα.
Η Άννα Αχιλλέως Stäubli αφοσιώθηκε εδώ και δύο δεκαετίες στις εγγενείς δυσκολίες της τεχνικής και στις συναρπαστικές δυνατότητες της εγκαυστικής τέχνης. Ανακαλύπτοντας αρχικά υπό την ιδιότητα της ξεναγού τα πορτρέτα Fayum με τις πολλαπλές επιστρώσεις της ιστορίας, το στιλπνό μελαγχολικό βλέμμα, την εξπρεσιονιστική συγκίνηση του ρευστού και αυτοσχέδιου χρωστήρα, της έξεργης υλικότητας, της ανεπαίσθητης φωτοσκίασης και της εκφραστικής χειρονομίας, αναζήτησε στις σπουδές και τη μετέπειτα πορεία της τη δυνατότητα μιας νέας εκτέλεσης με αλάνθαστη τεχνική και υπερβατική καλλιτεχνική ιδιότητα.
Τα θαρραλέα λουλούδια της, δραπετεύουν από τη φλόγα που τα γεννά και εξέρχονται από το περίβλημα της ζωγραφικής επιφάνειας, αναπνέουν, θωπεύουν το βλέμμα, ερωτοτροπούν και αναρριχώνται, κολυμπώντας στο άπειρο μιας μεθυστικής ελευθερίας και εκπέμποντας λυτρωτικό φως. Υπενθυμίζοντας ότι αποτελούν «την περήφανη επιβεβαίωση ότι μια αχτίδα ομορφιάς υπερβαίνει όλα τα αναγκαία του κόσμου».
Ίρις Κρητικού
Νοέμβριος 2017